- ενθυλάκωση
- ηη ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ενθυλακώνω, το τσέπωμα, ο σφετερισμός χρημάτων που δεν ανήκουν σε αυτόν που ενεργεί την ενθυλάκωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ενθυλακώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.